- εξελληνίζω
- εξελλήνισα, εξελληνίστηκα, εξελληνισμένος, μτβ.1. (για ανθρώπους), μεταβάλλω κάποιον σε Έλληνα, άτομο άλλης εθνικότητας το κάνω να μιλάει και να αισθάνεται σαν Έλληνας: Πολλοί Βαυαροί του Όθωνα εξελληνίστηκαν.2. (για πράγματα), μεταβάλλω κάτι σε ελληνικό, του δίνω ελληνικότητα: Οι αρχαίοι Έλληνες εξελλήνισαν την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία.3. (για τη γλώσσα), σε λέξη ξένης γλώσσας εμφανίζω γραμματικό τύπο και χρήση ελληνικής λέξης: Η λέξη «χριστιανός» είναι λατινική εξελληνισμένη.4. μεταφράζω, μεταγλωττίζω στα ελληνικά: Η Παλαιά Διαθήκη εξελληνίστηκε από τους Εβδομήκοντα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.